θερσιεπής

θερσιεπής
θερσιεπής
bold of speech
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερσιεπής — θερσιεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. τού θάρσος, αττ. θάρρος + επής (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής. Για τον σχηματισμό τού α συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”